- πλευρεκτομία
- η, Νβλ. πλευρεκτομή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλευρεκτομία — η αφαίρεση πλευράς ή πλευρών του θώρακα: Η φυματίωση συχνά επιβάλλει την πλευρεκτομία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλευρεκτομή — και πλευρεκτομία, η, Ν ιατρ. η αφαίρεση τμήματος ή ολόκληρης πλευράς, σε θωρακοπλαστική, σε εγχειρήσεις τών επινεφριδίων κ.ά. χειρουργικές επεμβάσεις … Dictionary of Greek